γυμνόσωμος

γυμνόσωμος
η , ο [ος , ον ] обнажённый, голый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γυμνόσωμος" в других словарях:

  • γυμνόσωμος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνό σώμα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα …   Dictionary of Greek

  • γυμνόσωμος — η, ο αυτός που έχει γδυτό το σώμα, ο γυμνός: Οι Πρωτόπλαστοι απεικονίζονται γυμνόσωμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»